- ὀβελίτου
- ὀβελί̱του , ὀβελίτηςbakedmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οβελίτης — ὀβελίτης, ὁ (Α) 1. οβελίας 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἄκρα τοῡ ὀβελίτου λίθου ἤ τῶν ὀβελίσκων» … Dictionary of Greek